φιλότεχνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φιλότεκνος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλότεχνος η φιλότεχνη το φιλότεχνο
      γενική του φιλότεχνου της φιλότεχνης του φιλότεχνου
    αιτιατική τον φιλότεχνο τη φιλότεχνη το φιλότεχνο
     κλητική φιλότεχνε φιλότεχνη φιλότεχνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλότεχνοι οι φιλότεχνες τα φιλότεχνα
      γενική των φιλότεχνων των φιλότεχνων των φιλότεχνων
    αιτιατική τους φιλότεχνους τις φιλότεχνες τα φιλότεχνα
     κλητική φιλότεχνοι φιλότεχνες φιλότεχνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλότεχνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιλότεχνος < φιλό- + -τεχνος

Επίθετο[επεξεργασία]

φιλότεχνος, -η, -ο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φιλότεχνος αρσενικό

  • αυτός που αγαπάει την τέχνη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / φιλότεχνος τὸ φιλότεχνον
      γενική τοῦ/τῆς φιλοτέχνου τοῦ φιλοτέχνου
      δοτική τῷ/τῇ φιλοτέχν τῷ φιλοτέχν
    αιτιατική τὸν/τὴν φιλότεχνον τὸ φιλότεχνον
     κλητική ! φιλότεχνε φιλότεχνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φιλότεχνοι τὰ φιλότεχν
      γενική τῶν φιλοτέχνων τῶν φιλοτέχνων
      δοτική τοῖς/ταῖς φιλοτέχνοις τοῖς φιλοτέχνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς φιλοτέχνους τὰ φιλότεχν
     κλητική ! φιλότεχνοι φιλότεχν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φιλοτέχνω τὼ φιλοτέχνω
      γεν-δοτ τοῖν φιλοτέχνοιν τοῖν φιλοτέχνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλότεχνος < φιλό- + -τεχνος

Επίθετο[επεξεργασία]

φιλότεχνος, -ος, -ον

  1. που αγαπάει την τέχνη
  2. καλλιτέχνης

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις φίλος και τέχνη

Πηγές[επεξεργασία]