φιμωθείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
φιμωθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φιμώνομαι
- θα φιμωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φιμώνομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος φιμώνομαι