φινάλε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φινάλε < (άμεσο δάνειο) ιταλική finale < λατινική finis
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φινάλε ουδέτερο άκλιτο
- ο συνήθως εντυπωσιακός επίλογος ενός θεατρικού ή μουσικού έργου, όπως και μιας παράστασης ή εκδήλωσης
- Δεν μου άρεσε η άρια στο φινάλε
- (μεταφορικά) ο επίλογος μιας σχέσης ή μιας κατάστασης, ένα ισχυρό πλήγμα
- Έζησαν μαζί τρεις δεκαετίες, αλλά το φινάλε ήταν ένα πολύ φθοροποιό διαζύγιο
- Αυτή η γυναίκα ήταν το φινάλε του
- (μεταφορικά) άκομψος και πρόχειρος τρόπος έκφρασης της έννοιας "σε τελική ανάλυση", "στο κάτω-κάτω", εν κατακλείδει, το δια ταύτα
- Στο φινάλε δεν σε είπαμε και....
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)