φινάλε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φινάλε < (άμεσο δάνειο) ιταλική finale < λατινική finis

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φινάλε ουδέτερο άκλιτο

  1. ο συνήθως εντυπωσιακός επίλογος ενός θεατρικού ή μουσικού έργου, όπως και μιας παράστασης ή εκδήλωσης
    Δεν μου άρεσε η άρια στο φινάλε
  2. (μεταφορικά) ο επίλογος μιας σχέσης ή μιας κατάστασης, ένα ισχυρό πλήγμα
    Έζησαν μαζί τρεις δεκαετίες, αλλά το φινάλε ήταν ένα πολύ φθοροποιό διαζύγιο
    Αυτή η γυναίκα ήταν το φινάλε του
  3. (μεταφορικά) άκομψος και πρόχειρος τρόπος έκφρασης της έννοιας "σε τελική ανάλυση", "στο κάτω-κάτω", εν κατακλείδει, το δια ταύτα
    Στο φινάλε δεν σε είπαμε και....

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]