φινίρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φινίρισμα ουδέτερο
- η τελική επεξεργασία στην κατασκευή ενός αντικειμένου ή το αποτέλεσμά της, η ενέργεια του φινίρω
- η απόληξη ενός υφάσματος