φιναλίστ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιναλίστ < φινάλε
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιναλίστ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- για κάποιον που καταφέρνει να φτάσει έως το τέλος ενός διαγωνισμού, που δεν έχει αποκλειστεί από τα αρχικά στάδια