φινεστρίνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φινεστρίνι τα φινεστρίνια
      γενική του φινεστρινιού των φινεστρινιών
    αιτιατική το φινεστρίνι τα φινεστρίνια
     κλητική φινεστρίνι φινεστρίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φινεστρίνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική finestrini,[1] πληθυντικός του finestrino που θεωρήθηκε πληθυντικός,[2] υποκοριστικό του finestra (παράθυρο). Συγκρίνετε με το φινιστρίνι.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fi.neˈstɾi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φι‐νε‐στρί‐νι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φινεστρίνι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. φινεστρίνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας