φιξάρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φιξάρισμα τα φιξαρίσματα
      γενική του φιξαρίσματος των φιξαρισμάτων
    αιτιατική το φιξάρισμα τα φιξαρίσματα
     κλητική φιξάρισμα φιξαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιξάρισμα < (φιξάρω) φιξαρισ- + -μα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fiˈksa.ɾi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φι‐ξά‐ρι‐σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φιξάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]