φιρφιρένιος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιρφιρένιος | η | φιρφιρένια | το | φιρφιρένιο |
| γενική | του | φιρφιρένιου | της | φιρφιρένιας | του | φιρφιρένιου |
| αιτιατική | τον | φιρφιρένιο | τη | φιρφιρένια | το | φιρφιρένιο |
| κλητική | φιρφιρένιε | φιρφιρένια | φιρφιρένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιρφιρένιοι | οι | φιρφιρένιες | τα | φιρφιρένια |
| γενική | των | φιρφιρένιων | των | φιρφιρένιων | των | φιρφιρένιων |
| αιτιατική | τους | φιρφιρένιους | τις | φιρφιρένιες | τα | φιρφιρένια |
| κλητική | φιρφιρένιοι | φιρφιρένιες | φιρφιρένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιρφιρένιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]φιρφιρένιος, -α. -ο
- (παρωχημένο) φτιαγμένος από πορσελάνη
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φιρφιρένιος
|
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)