φιστικάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fi.stiˈkas/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φιστικάς αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που πουλάει φιστίκια
- (επάγγελμα) ο ιδιοκτήτης φιστικεώνα