φιστικώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
φιστικώνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φιστικώνω | φιστίκωνα | θα φιστικώνω | να φιστικώνω | φιστικώνοντας | |
β' ενικ. | φιστικώνεις | φιστίκωνες | θα φιστικώνεις | να φιστικώνεις | φιστίκωνε | |
γ' ενικ. | φιστικώνει | φιστίκωνε | θα φιστικώνει | να φιστικώνει | ||
α' πληθ. | φιστικώνουμε | φιστικώναμε | θα φιστικώνουμε | να φιστικώνουμε | ||
β' πληθ. | φιστικώνετε | φιστικώνατε | θα φιστικώνετε | να φιστικώνετε | φιστικώνετε | |
γ' πληθ. | φιστικώνουν(ε) | φιστίκωναν φιστικώναν(ε) |
θα φιστικώνουν(ε) | να φιστικώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φιστίκωσα | θα φιστικώσω | να φιστικώσω | φιστικώσει | ||
β' ενικ. | φιστίκωσες | θα φιστικώσεις | να φιστικώσεις | φιστίκωσε | ||
γ' ενικ. | φιστίκωσε | θα φιστικώσει | να φιστικώσει | |||
α' πληθ. | φιστικώσαμε | θα φιστικώσουμε | να φιστικώσουμε | |||
β' πληθ. | φιστικώσατε | θα φιστικώσετε | να φιστικώσετε | φιστικώστε | ||
γ' πληθ. | φιστίκωσαν φιστικώσαν(ε) |
θα φιστικώσουν(ε) | να φιστικώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φιστικώσει | είχα φιστικώσει | θα έχω φιστικώσει | να έχω φιστικώσει | ||
β' ενικ. | έχεις φιστικώσει | είχες φιστικώσει | θα έχεις φιστικώσει | να έχεις φιστικώσει | ||
γ' ενικ. | έχει φιστικώσει | είχε φιστικώσει | θα έχει φιστικώσει | να έχει φιστικώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φιστικώσει | είχαμε φιστικώσει | θα έχουμε φιστικώσει | να έχουμε φιστικώσει | ||
β' πληθ. | έχετε φιστικώσει | είχατε φιστικώσει | θα έχετε φιστικώσει | να έχετε φιστικώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φιστικώσει | είχαν φιστικώσει | θα έχουν φιστικώσει | να έχουν φιστικώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιστικώνω
|