φιστικώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιστικώνω < φιστίκι + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

φιστικώνω

  1. ταΐζω, ή προσφέρω φιστίκια
  2. (αργκό), (μεταφορικά) προβαίνω σε συνουσία (για άνδρα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]