φκιασιδώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φκιασιδώνω < φκιασίδι + -ώνω < φτιασίδι < μεσαιωνική ελληνική φτειάνω / φθειάνω < εὐθειάζω < αρχαία ελληνική εὐθεία, θηλυκό του εὐθύς (Υπάρχει και η άποψη: < (ελληνιστική κοινήφυκίασις < αρχαία ελληνική φύκιον / φυκίον, υποκοριστικό του φῦκος. Σ’ αυτή την περίπτωση προηγείται ο τύπος φκιασίδι / φκιασιδώνω)

Ρήμα[επεξεργασία]

φκιασιδώνω (παθητική φωνή: φκιασιδώνομαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]