φλάμμουλον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φλάμμουλον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φλάμμουλα (θηλυκό, όπως στον πληθυντικό φλάμμουλα) < λατινική flammula (στη σημασία μικρή σημαία του ιππικού), υποκοριστικό του flamma [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φλάμμουλον ουδέτερο

  • πολεμική σημαία, φλάμπουρο, βασιλικό λάβαρο, κατά τον Δημητράκο[2] «φλογίνου χρώματος», ή κατ άλλη άποψη [3][4] επειδή απεικόνιζε φλόγα
    ※  Διήγησις Βελισαρίου στο du Cange, Glossarium ad scriptores mediae et infimae latinitatis., Τόμος.2, 1710 σελ.513
    Συκονοῦσι τὰ φλάμουρα τῶν βασιλέων τότε, μετὰ ξαμήτου, ταῦτα δὲ μετὰ τῶν κορδουνίων.

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «φλαμούρι», «φλάμπουρο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  3. φλάμπουρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  4. «φλάμπουρο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]