φλάμπουρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φλάμπουρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φλάμπουρον < φλάμμουλον [1]• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
- Για το συσχετισμό του φλαμουριού (όρου της βοτανικής) με την πολεμική σημαία (μεσαιωνική σημασία) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) και δείτε το οθωμανικό فلامور στο αγγλικό Βικιλεξικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φλάμπουρο ουδέτερο
- πολεμική σημαία, που καταλήγει σε γλώσσα ή γλώσσες
- (μεταφορικά) σύμβολο ιδέας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φλάμπουρο
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ φλάμπουρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)