φλάντζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Μεταλλική φλάντζα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλάντζα οι φλάντζες
      γενική της φλάντζας των φλαντζών
    αιτιατική τη φλάντζα τις φλάντζες
     κλητική φλάντζα φλάντζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φλάντζα < αγγλική flange

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φλάντζα θηλυκό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]