φλάσκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φλάσκα | οι | φλάσκες |
γενική | της | φλάσκας | των | φλασκών |
αιτιατική | τη | φλάσκα | τις | φλάσκες |
κλητική | φλάσκα | φλάσκες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φλάσκα < φλασκ(ί) + μεγεθυντικό επίθημα -α: μεσαιωνική ελληνική φλασκίον < ελληνιστική κοινή φλάσκη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈfla.ska/
- συλλαβισμός : φλά‐σκα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φλάσκα θηλυκό
- αδειασμένη ξερή κολοκύθα που χρησιμοποιείται σαν δοχείο για κρασί ή νερό
- (βοτανική) μελιτζάνα φλάσκα είδος μελιτζάνας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φλασκί
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φλασκί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φλάσκα