φλέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φλέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰlew (φουσκώνω, ρέω) (ρίζα με παραλλαγές φλε και φλο ή και φλοι, φλι)
Ρήμα[επεξεργασία]
φλέω
- γεμίζω, είμαι κατάμεστος
- είμαι άφθονος
- καρποφορώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φλέψ, φλέβιον, φλεβοτομέω, φλεβοτόμος
- φλέως-ω (φυτό) και ιωνικός τύπος φλοῦς
- φλόϊνος,η,ον
- φλήναφος και φληναφάω (φλυαρώ)
- φλοιός
- Φλοιά, ονομασία της Περσεφόνης
- Φλοῖος, ομνομασία του Βάκχου
- Φλεύς
- Φλέων
- Φλιοῦς και μεταγενέστερα Φλειοῦς
- Φλιάσιος