φλεβίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλεβίτιδα οι φλεβίτιδες
      γενική της φλεβίτιδας των φλεβίτιδων
    αιτιατική τη φλεβίτιδα τις φλεβίτιδες
     κλητική φλεβίτιδα φλεβίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φλεβίτιδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φλεβῖτις, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phlébite < αρχαία ελληνική φλέψ φλέβα + -ῖτις < -ίτιδα [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φλεβίτιδα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]