φλεγματώδης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φλεγματώδης η φλεγματώδης το φλεγματώδες
      γενική του φλεγματώδους της φλεγματώδους του φλεγματώδους
    αιτιατική τον φλεγματώδη τη φλεγματώδη το φλεγματώδες
     κλητική φλεγματώδη(ς) φλεγματώδης φλεγματώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φλεγματώδεις οι φλεγματώδεις τα φλεγματώδη
      γενική των φλεγματωδών των φλεγματωδών των φλεγματωδών
    αιτιατική τους φλεγματώδεις τις φλεγματώδεις τα φλεγματώδη
     κλητική φλεγματώδεις φλεγματώδεις φλεγματώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φλεγματώδης < αρχαία ελληνική < φλέγμα + -ώδης

Επίθετο[επεξεργασία]

φλεγματώδης, -ης, -ες

  • που μοιάζει με φλέγμα ή σχετίζεται με την παρουσία φλέγματος στο αναπνευστικό σύστημα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]