φλεγματώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φλεγματώδης < αρχαία ελληνική < φλέγμα + -ώδης
Επίθετο[επεξεργασία]
φλεγματώδης, -ης, -ες
- που μοιάζει με φλέγμα ή σχετίζεται με την παρουσία φλέγματος στο αναπνευστικό σύστημα