Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Ειδικές σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά (el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά (el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
φλερτάρω
4 γλώσσες
Čeština
English
Malagasy
Русский
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά (el)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
φλερτάρω
<
φλερτ
<
αγγλική
flirt
Ρήμα
[
επεξεργασία
]
φλερτάρω
προσεγγίζω
και δείχνω τις
ερωτικές
διαθέσεις σε ένα άτομο, προσπαθώ να τον/την
κατακτήσω
ερωτικά
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
φλερτ
φλερτάρισμα
Δείτε επίσης
[
επεξεργασία
]
καμακώνω
κορτάρω
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
φλερτάρω
αγγλικά
:
flirt
(en)
,
woo
(en)
γαλλικά
:
flirter
(fr)
γερμανικά
:
flirten
(de)
Κατηγορίες
:
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Ρήματα (νέα ελληνικά)
Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
φλερτάρω
4 γλώσσες
Προσθήκη θέματος