φλογόλευκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φλογόλευκος, -η, -ο
- που έχει το χρώμα της φλόγας κοντά στην πηγή της, στην αρχή της, το πυρακτωμένο που είναι σχεδόν λευκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φλογόλευκος