φλοκάτη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλοκάτη οι φλοκάτες
      γενική της φλοκάτης
    αιτιατική τη φλοκάτη τις φλοκάτες
     κλητική φλοκάτη φλοκάτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φλοκάτη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου φλοκάτος < φλόκι < φλόκος < ιταλική flocco

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φλοκάτη θηλυκό

  • χαλί ή σκέπασμα με πολλές τούφες ή φούντες μαλλιού που στερεώνονται με κόμπους σε μια βάση και δημιουργούν έτσι ένα πυκνό και παχύ στρώμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]