φλουοροαγγειογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φλουοροαγγειογραφία < φλουορο- + αγγειογραφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φλουοροαγγειογραφία θηλυκό
- (ιατρική) διαγνωστική απεικονιστική εξέταση για τη χαρτογράφηση των βλαβών που υπάρχουν στο πίσω μέρος (βυθό) του οφθαλμού
- ※ Αν κατά τη διάρκεια της εξέτασης ο οφθαλμίατρος διαπιστώσει ή υποψιαστεί κάποιο πρόβλημα στο βυθό του οφθαλμού ή αν θέλει να παρακολουθήσει την εξέλιξη μιας ασθένειας ή το αποτέλεσμα μιας θεραπείας, τότε θα συστήσει να γίνει φλουοροαγγειογραφία. Ο σακχαρώδης διαβήτης και η σχετιζόμενες με την ηλικία εκφύλιση της ωχράς κηλίδος είναι οι συχνότερες παθήσεις που απαιτούν αυτή την εξέταση. Με την φλουοροαγγειογραφία γίνεται πλήρης διάγνωση των διαφόρων ανωμαλιών που υπάρχουν στο βυθό του οφθαλμού, ώστε να εφαρμοστεί η σωστή θεραπεία και να προληφθεί η απώλεια της όρασης.
- Φλουοροαγγειογραφία (ψηφιακή), @ophthalmica.gr
- ※ Αν κατά τη διάρκεια της εξέτασης ο οφθαλμίατρος διαπιστώσει ή υποψιαστεί κάποιο πρόβλημα στο βυθό του οφθαλμού ή αν θέλει να παρακολουθήσει την εξέλιξη μιας ασθένειας ή το αποτέλεσμα μιας θεραπείας, τότε θα συστήσει να γίνει φλουοροαγγειογραφία. Ο σακχαρώδης διαβήτης και η σχετιζόμενες με την ηλικία εκφύλιση της ωχράς κηλίδος είναι οι συχνότερες παθήσεις που απαιτούν αυτή την εξέταση. Με την φλουοροαγγειογραφία γίνεται πλήρης διάγνωση των διαφόρων ανωμαλιών που υπάρχουν στο βυθό του οφθαλμού, ώστε να εφαρμοστεί η σωστή θεραπεία και να προληφθεί η απώλεια της όρασης.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φλουοροαγγειογραφία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα φλουορο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γραφία (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)