φλουρί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φλουρί | τα | φλουριά |
γενική | του | φλουριού | των | φλουριών |
αιτιατική | το | φλουρί | τα | φλουριά |
κλητική | φλουρί | φλουριά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φλουρί < μεσαιωνική ελληνική φλουρίον[1] / φλωρίον < μεσαιωνική λατινική florenus[1] < λατινική Florentia < florens < floreo < flos (λουλούδι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰleh₃-s< *bʰleh₃- (ανθίζω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φλουρί ουδέτερο
- χρυσό νόμισμα
- φλουρί κωνσταντινάτο
- (κατ’ επέκταση) το νόμισμα ή απομίμηση νομίσματος που βάζουμε στη βασιλόπιτα
- (κατ’ επέκταση) μεταλλικό κόσμημα που μοιάζει με νόμισμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
φλουρί στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 φλουρί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)