φλυκταινώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φλυκταινώδης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
φλυκταινώδης
- που μοιάζει με φλύκταινα, με φουσκάλα
- (για πάθηση) που συνοδεύεται από ή που χαρακτηρίζεται από φλυκταίνωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φλυκταινώδης
|