φλύαξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
φλυᾱκ- | |||||
ονομαστική | ὁ | φλύαξ | οἱ | φλύακες | |
γενική | τοῦ | φλύακος | τῶν | φλυάκων | |
δοτική | τῷ | φλύακῐ | τοῖς | φλύαξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | φλύακᾰ | τοὺς | φλύακᾰς | |
κλητική ὦ! | φλύαξ | φλύακες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φλύακε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | φλυάκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φλύαξ αρσενικό
- δωρικός τύπος του φλύαρος
- ※ Ἐκεῖθεν δὲ καὶ Ῥίνθων ἦν ὁ ἐπικαλούμενος φλύαξ, ἤγουν φλύαρος
- σχόλιο, 12ος αιώνας ⌘ Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Σχόλια στο έργο Διονυσίου του Περιηγητού, 376, 12
- ※ Ἐκεῖθεν δὲ καὶ Ῥίνθων ἦν ὁ ἐπικαλούμενος φλύαξ, ἤγουν φλύαρος
- είδος κωμικού ποιήματος (ἱλαροτραγῳδία), μπουρλέσκο
- φλυαρία, πολυλογία
- φληνάφημα, λήρος
- γελωτοποιός, αστείος
Πηγές
[επεξεργασία]- φλύαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'φύλαξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Δωρική διάλεκτος
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)