Μετάβαση στο περιεχόμενο

φοβέρισμα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φοβέρισμα τα φοβερίσματα
      γενική του φοβερίσματος των φοβερισμάτων
    αιτιατική το φοβέρισμα τα φοβερίσματα
     κλητική φοβέρισμα φοβερίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φοβέρισμα < φοβερίζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φοβέρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]