φοδραρισμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]φοδραρισμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φοδράρω / φοδραρίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φοδραρισμένος
|
φοδραρισμένος
|