φοινίσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φοινίσσω < φοινός
Ρήμα[επεξεργασία]
φοινίσσω
- κάνω κάτι ερυθρό, (μεταβατικό) κοκκινίζω
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 77.2
- χαλκὸς γὰρ χαλκῷ συμμίξεται, αἵματι δ᾽ Ἄρης πόντον φοινίξει.
- Γιατί χαλκός με το χαλκό θα ᾽ρθουν να χτυπηθούνε κι ο Άρης θενά βάψει το πέλαγο με πορφυρό αιμάτινο ποτάμι.
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- χαλκὸς γὰρ χαλκῷ συμμίξεται, αἵματι δ᾽ Ἄρης πόντον φοινίξει.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 77.2
- (ιατρική) προξενώ έντονο ερύθημα
- (στην παθητική φωνή) (αμετάβατο) γίνομαι κόκκινος σαν αίμα, κοκκινίζω
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 3.725, @scaife.perseus
- φοινίχθη δʼ ἄμυδις καλὸν χρόα, κὰδ δέ μιν ἀχλὺς
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 3.725, @scaife.perseus
Σύνθετα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Υποσημειώσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- φοινίσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φοινίσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Ιατρική (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)