φοινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]φοινός, -ή, -όν
- (χρώμα) αυτός που έχει το βαθύ κόκκινο χρώμα του αίματος, αιματώδης
- αιμοχαρής, αιμοδιψής, αιμοβόρος
- φονικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Υποσημειώσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- φοινός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φοινός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.