φοιτητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φοιτητής | οι | φοιτητές |
γενική | του | φοιτητή | των | φοιτητών |
αιτιατική | τον | φοιτητή | τους | φοιτητές |
κλητική | φοιτητή | φοιτητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φοιτητής < αρχαία ελληνική φοιτητής ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική étudiant [1] ) < φοιτάω / φοιτῶ, φοιτη- + -τής
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fi.tiˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φοι‐τη‐τής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φοιτητής αρσενικό (θηλυκό φοιτήτρια)
- (εκπαίδευση) αυτός που σπουδάζει, φοιτά στο πανεπιστήμιο
- ↪ φοιτητής της Φιλοσοφικής/Ιατρικής/του Παιδαγωγικού Τμήματος/του Χημικού
- ↪ αιώνιος φοιτητής (αυτός που δεν παίρνει ποτέ ή αργεί πολύ να πάρει το πτυχίο του αλλά είναι εγγεγραμμένος σε μια πανεπιστημιακή σχολή επί πολλά χρόνια)
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ δείτε και τη λέξη φοιτώ
Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φοιτητής
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ φοιτητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εκπαίδευση (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)