φοιτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φοιτώ < αρχαία ελληνική φοιτῶ, συνηρημένου τύπου του φοιτάω (και του ιωνικού φοιτέω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fiˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φοι‐τώ
- ομόηχο: φυτό
Ρήμα[επεξεργασία]
φοιτώ , πρτ.: φοιτούσα, αόρ.: φοίτησα (χωρίς παθητική φωνή)
- παρακολουθώ μαθήματα σε μια σχολή, συνήθως πανεπιστημιακή
- ※ Με σπίτια ανθρώπινης κλίμακας τότε, ήταν ο δρόμος που οδηγούσε από το Γ' Δημοτικό Σχολείο όπου φοιτούσα, στους δρόμους της εξοχής. (Γιάννης Ξανθούλης (2008) Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων [μυθιστόρημα])
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αποφοιτώ
- φοίτηση
- φοιτητής
- φοιτηταριό
- φοιτητόκοσμος
- φοιτητάκος
- φοιτητριούλα
- φοιτητικός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αρχαία ελληνική φυτῷ και φυτώ
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φοιτώ | φοιτούσα | θα φοιτώ | να φοιτώ | φοιτώντας | |
β' ενικ. | φοιτάς | φοιτούσες | θα φοιτάς | να φοιτάς | ||
γ' ενικ. | φοιτά | φοιτούσε | θα φοιτά | να φοιτά | ||
α' πληθ. | φοιτούμε | φοιτούσαμε | θα φοιτούμε | να φοιτούμε | ||
β' πληθ. | φοιτάτε | φοιτούσατε | θα φοιτάτε | να φοιτάτε | φοιτάτε | |
γ' πληθ. | φοιτούν | φοιτούσαν | θα φοιτούν | να φοιτούν | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φοίτησα | θα φοιτήσω | να φοιτήσω | φοιτήσει | ||
β' ενικ. | φοίτησες | θα φοιτήσεις | να φοιτήσεις | φοίτα - φοίτησε | ||
γ' ενικ. | φοίτησε | θα φοιτήσει | να φοιτήσει | |||
α' πληθ. | φοιτήσαμε | θα φοιτήσουμε | να φοιτήσουμε | |||
β' πληθ. | φοιτήσατε | θα φοιτήσετε | να φοιτήσετε | φοιτήστε | ||
γ' πληθ. | φοίτησαν φοιτήσαν(ε) |
θα φοιτήσουν(ε) | να φοιτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φοιτήσει | είχα φοιτήσει | θα έχω φοιτήσει | να έχω φοιτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις φοιτήσει | είχες φοιτήσει | θα έχεις φοιτήσει | να έχεις φοιτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει φοιτήσει | είχε φοιτήσει | θα έχει φοιτήσει | να έχει φοιτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φοιτήσει | είχαμε φοιτήσει | θα έχουμε φοιτήσει | να έχουμε φοιτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε φοιτήσει | είχατε φοιτήσει | θα έχετε φοιτήσει | να έχετε φοιτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φοιτήσει | είχαν φοιτήσει | θα έχουν φοιτήσει | να έχουν φοιτήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)