φολκλορικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φολκλορικός η φολκλορική το φολκλορικό
      γενική του φολκλορικού της φολκλορικής του φολκλορικού
    αιτιατική τον φολκλορικό τη φολκλορική το φολκλορικό
     κλητική φολκλορικέ φολκλορική φολκλορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φολκλορικοί οι φολκλορικές τα φολκλορικά
      γενική των φολκλορικών των φολκλορικών των φολκλορικών
    αιτιατική τους φολκλορικούς τις φολκλορικές τα φολκλορικά
     κλητική φολκλορικοί φολκλορικές φολκλορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φολκλορικός < αγγλική folkloric

Επίθετο[επεξεργασία]

φολκλορικός

  1. σχετικός με το φολκλόρ
  2. (ειρωνικό) λαϊκός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]