φορεμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φορεμένος η φορεμένη το φορεμένο
      γενική του φορεμένου της φορεμένης του φορεμένου
    αιτιατική τον φορεμένο τη φορεμένη το φορεμένο
     κλητική φορεμένε φορεμένη φορεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φορεμένοι οι φορεμένες τα φορεμένα
      γενική των φορεμένων των φορεμένων των φορεμένων
    αιτιατική τους φορεμένους τις φορεμένες τα φορεμένα
     κλητική φορεμένοι φορεμένες φορεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φορεμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φορώ

Μετοχή[επεξεργασία]

φορεμένος, -η, -ο

  1. που έχει ξαναφορεθεί, δεν είναι "του κουτιού", δεν είναι αχρησιμοποίητος, που έχει ξαναχρησιμοποιηθεί ως ρούχο, είναι μεταχειρισμένος, πιθανώς φθαρμένος και πάντως δεν αποτελεί ως ένδυμα την πρώτη επιλογή κάποιου για να το φορέσει
    Δεν θέλω το μαγιό της βιτρίνας ή της κρεμάστρας, γιατί μπορεί να είναι φορεμένο. Θέλω το ίδιο, αλλά συσκευασμένο.
    Το κόκκινο φουστάνι είναι φορεμένο, θέλω άλλο (δηλαδή το έβαλα και χτες, με έχουν ξαναδεί με αυτό|ή μυρίζει και θέλει πλύσιμο| ή είναι μεταχειρισμένο από άλλον και δεν το προπτιμώ)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]