φορητός ασύρματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
φορητός ασύρματος αρσενικό
- (ηλεκτρονική, τηλεπικοινωνίες) φορητή πομποδέκτης που επιτρέπει την ασύρματη, ημιαμφίδρομη (semiduplex) επικοινωνία με μια ή πολλές άλλες, επιλέγοντας μια συχνότητα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Walkie-talkie, εικόνες στα Wikimedia Commons
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φορητός ασύρματος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ «χειροπομποδέκτης» από αναζήτηση «walkie talkie» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.