φοριέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /foɾˈʝe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φο‐ριέ‐μαι
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
φοριέμαι
- παθητική φωνή του ρήματος φοράω / φορώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
είμαι της μόδας
|