φοριέται
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ΔΦΑ
: /
foɾˈʝe.te
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
φο‐ριέ‐ται
Ρηματικός τύπος
[
επεξεργασία
]
φοριέται
γ
'
ενικό
πρόσωπο
οριστικής
ενεστώτα
παθητικής
φωνής
του ρήματος
φοράω
/
φορώ
: είναι
της μόδας
,
συνηθίζεται
, χρησιμοποιείται συχνά
⮡
φοριέται
πολύ αυτή την εποχή ένα άρωμα / είδος ρούχου / κόμμωση / λέξη /έκφραση
Κατηγορίες
:
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες