φορμά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φορμά ουδέτερο άκλιτο
- το μέγεθος, οι τυπικές διαστάσεις ενός αντικειμένου
Δείτε επίσης : φόρμα |
φορμά ουδέτερο άκλιτο