φορμαλιστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
φορμαλιστικά < φορμαλιστικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
φορμαλιστικά
- με φορμαλιστικό τρόπο, με προσκόλληση στη μορφή, στο σχήμα, στον τύπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φορμαλιστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φορμαλιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φορμαλιστικό