φορμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φορμός < φέρω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φορμός αρσενικό

  1. σκεύος σαν καλάθι
  2. πλεκτό στρώμα
  3. ρούχο από χοντρό ύφασμα
  4. μέτρο για το σιτάρι (περίπου ίσο με τον μέδιμνο