φοροδιαφυγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φοροδιαφυγή < φόρος + -ο- + διαφυγή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική tax evasion ή tax avoidance)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φοροδιαφυγή θηλυκό
- (οικονομία) (νεολογισμός) η απόκρυψη τυπικών οικονομικών στοιχείων που έχει σαν αποτέλεσμα την μη πληρωμή ή τη μειωμένη πληρωμή φόρων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φοροδιαφεύγω
- φοροφυγάς
- → δείτε τις λέξεις φόρος, φέρω και φεύγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φοροδιαφυγή