φορολαίλαπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φορολαίλαπα οι φορολαίλαπες
      γενική της φορολαίλαπας των φορολαιλάπων
    αιτιατική τη φορολαίλαπα τις φορολαίλαπες
     κλητική φορολαίλαπα φορολαίλαπες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φορολαίλαπα < φορο- + λαίλαπα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φορολαίλαπα θηλυκό

  • απανωτή φορολογία σε κάθε δραστηριότητα ή προϊόν που δημιουργεί ασφυξία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]