φορολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φορολογικός η φορολογική το φορολογικό
      γενική του φορολογικού της φορολογικής του φορολογικού
    αιτιατική τον φορολογικό τη φορολογική το φορολογικό
     κλητική φορολογικέ φορολογική φορολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φορολογικοί οι φορολογικές τα φορολογικά
      γενική των φορολογικών των φορολογικών των φορολογικών
    αιτιατική τους φορολογικούς τις φορολογικές τα φορολογικά
     κλητική φορολογικοί φορολογικές φορολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φορολογικός < φορολογώ

Επίθετο[επεξεργασία]

φορολογικός

  1. που έχει σχέση με ή αναφέρεται στην φορολογία
    φορολογική δήλωση, φορολογικός οδηγός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]