φορτέτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φορτέτσα οι φορτέτσες
      γενική της φορτέτσας
    αιτιατική τη φορτέτσα τις φορτέτσες
     κλητική φορτέτσα φορτέτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φορτέτσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική fortezza[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /foɾˈte.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φορ‐τέ‐τσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φορτέτσα θηλυκό

  1. το οχυρό, φρούριο
  2. χοντρό ύφασμα στην εσωτερική πλευρά των ενδυμάτων
  3. σκληρό δέρμα στο εσωτερικό των υποδημάτων μεταξύ πάτου και σόλας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)