φορτίο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | φορτίο | φορτία |
γενική | φορτίου | φορτίων |
αιτιατική | φορτίο | φορτία |
κλητική | φορτίο | φορτία |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φορτίο < αρχαία ελληνική φορτίον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φορτίο ουδέτερο
- το σύνολο των αντικειμένων που μεταφέρει ένας άνθρωπος, ένα ζώο ή ένα φορτηγό μεταφορικό μέσο
- όσο που να πάμε στο Περού, το φορτίο θα το 'χουμε καπνίσει (Ν. Καββαδίας)
- (μεταφορικά) ψυχικό βάρος
- το ηλεκτρικό φορτίο