φορτηγάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φορτηγάκι | τα | φορτηγάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | φορτηγάκι | τα | φορτηγάκια |
κλητική | φορτηγάκι | φορτηγάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φορτηγάκι < φορτηγό + υποκοριστικό επίθημα -άκι < αρχαία ελληνική φορτηγός < φόρτος (<φέρω) + ἄγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φορτηγάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του φορτηγό
- μικρό φορτηγό αυτοκίνητο (συνήθως κλειστού τύπου)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)