Μετάβαση στο περιεχόμενο

φορτηγάκι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φορτηγάκι τα φορτηγάκια
      γενική
    αιτιατική το φορτηγάκι τα φορτηγάκια
     κλητική φορτηγάκι φορτηγάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
φορτηγάκι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φορτηγάκι < φορτηγό + υποκοριστικό επίθημα -άκι < αρχαία ελληνική φορτηγός < φόρτος (<φέρω) + ἄγω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φορτηγάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του φορτηγό
  2. μικρό φορτηγό αυτοκίνητο (συνήθως κλειστού τύπου)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]