φορτωτήρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φορτωτήρ | οἱ | φορτωτῆρες | ||||
γενική | τοῦ | φορτωτῆρος | τῶν | φορτωτήρων | ||||
δοτική | τῷ | φορτωτῆρι | τοῖς | φορτωτῆρσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | φορτωτῆρα | τοὺς | φορτωτῆρας | ||||
κλητική ὦ! | φορτωτήρ | φορτωτῆρες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φορτωτήρ αρσενικό
- (καθαρεύουσα) ο φορτωτήρας (η φορτωτήρα)