φουκαράς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φουκαράς οι φουκαράδες
      γενική του φουκαρά των φουκαράδων
    αιτιατική τον φουκαρά τους φουκαράδες
     κλητική φουκαρά φουκαράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φουκαράς < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική فقرا‎ (τουρκική fukara) < αραβική فُقَرَاء‎ (fuqarāʾ), πληθυντικός του فَقِير‎ (faḳīr, φτωχός, φακίρης)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φουκαράς αρσενικό

  1. κακομοίρης, άτυχος, φτωχός, που δεν μπορεί να κάνει κάτι για να βελτιώσει τη θέση του
    Βοήθησέ τον, τον άνθρωπο, φουκαράς είναι, δεν έχει στον ήλιο μοίρα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη φτωχός για τη σημασία: «χωρίς χρήματα»
  2. άτυχο άτομο που βρέθηκε ξαφνικά σε δύσκολη κατάσταση,δυστυχής, άτομο που η ζωή του είναι για λύπηση
    Ρε το φουκαρά, τι τον βρήκε!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη κακομοίρης για τη σημασία: «είναι για λύπηση»

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]