φουκαρατζίκος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φουκαρατζίκος < φουκαρατζ(ής) + υποκοριστικό επίθημα -ίκος < φουκαράς [1] Δείτε και την τουρκική fukaracık
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fu.ka.ɾaˈd͡zi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φου‐κα‐ρα‐τζί‐κος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φουκαρατζίκος αρσενικό
- (συναισθηματικά φορτισμένη λέξη) φουκαράς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φουκαρατζίκος
|
- ↑ φουκαρατζίκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας