φουκαριάρικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φουκαριάρικος < φουκαριάρ(ης) + -ικος < φουκαράς
Επίθετο[επεξεργασία]
φουκαριάρικος, -η, -ο
- που αναφέρεται σε φουκαρά
- ↪ φουκαριάρικη και μίζερη ζωή
- (και ουσιαστικοποιημένο) που είναι φουκαριάρης
- ↪ Α, τον καημένο, α τoν φουκαριάρικο... τι έπαθε!
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- φουκαριάρικα (επίρρημα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φουκαριάρικος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- «φουκαριάρικος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.