φουλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φουλ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική full

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈful/

Επίθετο[επεξεργασία]

φουλ άκλιτο

  1. γεμάτος, κορεσμένος
    η αίθουσα/το γήπεδο/το ντεπόζιτο ήταν φουλ
  2. στην υψηλότερη ένταση, στον ανώτερο βαθμό
    τα μεγάφωνα έπαιζαν/το καλοριφέρ δούλευε στο φουλ

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]


Επίρρημα[επεξεργασία]

φουλ

  1. πάρα πολύ, υπερβολικά πολύ
    είναι φουλ ερωτευμένος
    η μηχανή δούλευε φουλ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φουλ άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]